top of page

Η παραγωγική διαδικασία του καπνού

Tobacco_process

Όπως κάθε γεωργικό προϊον, έτσι και τα φύλλα του καπνού απαιτούν συγκεκριμένες διεργασίες σχετικά με την καλλιέργεια, την φροντίδα αλλά και την διαδικασία αποξήρανσης και αποθήκευσης ώστε να αποτελέσουν προϊόν προς πώληση. Με δεδομένη την ευθραυστότητα της γεωργικής παραγωγής αλλά και της πλήρους εξάρτησης της από καιρικά και εδαφολογικά στοιχεία, όλα τα στάδια είναι εξίσου σημαντικά με αποκορύφωμα ίσως αυτό της ξήρανσης αλλά και της αποθήκευσης. Η διαδικασία καλλιέργειας του καπνού έχει ως εξής:

 

  • Σπορά-Φυτεία: Η διαδικασία παραγωγής καπνού ξεκινά με την σπορά. Σε χωράφια που ήδη έχουν προετοιμαστεί με λωρίδες πλάτους 1μ. Και μήκους 4μ. (τα λεγόμενα Odjak-Οτζάκ) και οι λωρίδες αυτές είναι εμποτισμένες με κοπριά, άμμο και κοσκινισμένο χώμα, φυτεύονται οι σπόροι που έχουν ήδη βγάλει βλαστό. Στην αρχή, οι παραγωγοί διάλεγαν μόνοι τους σπόρους που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν, ενώ στην συνέχεια τους προμηθεύονταν από τον Εθνικό Οργανισμό Καπνού που μεριμνούσε για την διατήρηση της κάθε ποικιλίας (Θωμαϊδου, 2007). Ιδιαίτερη έμφαση δίνονταν στην πυκνότητα της φύτευσης καθώς τα καπνά πρέπει να αερίζονται επαρκώς, να μην είναι πολύ πυκνά φυτεμένα για να μην σαπίσουν αλλά και να βοηθήσουν στην μεταφύτευση η οποία πραγματοποιούνταν συνήθως μετά από δυο μήνες. Τα έτοιμα προς μεταφύτευση φυτά ξαναφυτεύονταν στους Καπναγρούς σε σειρές, η απόσταση των οποίων ποικίλει ανάλογα με τον τύπο του φυτού: Από 30 ως 60 εκατοστά, για τις μικρόφυλλες (Μπασμάς), μετριόφυλλες (Κατερίνης) ή μεγαλόφυλλες ποικιλίες (Καμπά-Κουλάκ). Σε αυτό το διάστημα πραγματοποιείται και το πρώτο σκάλισμα και πότισμα. Τα φυτά της ποικιλίας Μπασμά συνήθως δεν ποτίζονται μέχρι να ανθίσουν, για να μην χάσουν την ποιότητα τους (Φλεβάρης, Ρεντεντζή, 2014).

 

  • Συλλογή-αρμάθιασμα-ξήρανση: Περίπου 45-50 μέρες από την μεταφύτευση, πραγματοποιείται η συγκομιδή των φύλλων καπνού, όταν το φυτό έχει φτάσει στην πλήρη ανάπτυξη του. Τα φύλλα συλλέγονται ανά σειρές χειρωνακτικά, οι οποίες καλούνται “χέρι”- το πρώτο χέρι ως πρωτομάνα κοκ. Το κάθε φυτό δίνει περίπου 7-8 χέρια. Τα φύλλα της κορυφής, τα οποία διακρίνονται για την ποιότητα τους, είναι γνωστά ως κουβαλαμάς, ουτσαλτί και τα τελευταία ούτσια. (Φλεβάρης, Ρεντεντζή, 2014). Την συγκομιδή ακολουθεί το αρμάθιασμα, το πέρασμα δηλαδή των φύλλων του καπνού σε μεγάλο σπάγγο με την βοήθεια μιας βελόνας. Η διαδικασία αυτή γινόταν αρχικά χειρωνακτικά ενώ στην συνέχεια υποβοηθούνταν από μηχανήματα (Θωμαϊδου, 2007) και αποσκοπούσε στην συλλογή των φύλλων και το κρέμασμα τους για αποξήρανση στον ήλιο. Η διαδικασία ξήρανσης ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη και περιελάμβανε την οριζόντια τοποθέτηση των φύλλων για 10-15 μέρες ένα μέτρο πάνω από το έδαφος, ώστε τα φύλλα να χάσουν σταδιακά την υγρασία τους. Στην συνέχεια, οι αρμαθιές κρέμονταν κάθετα από ξύλινα καδρόνια με απόσταση 2.5 μέτρων από το έδαφος για να παραμείνουν σε αυτήν την θέση περίπου 7 μέρες. Σειρά είχε η μεταφορά στην καπναποθήκη ή το καπνόσπιτο (στην περίπτωση της χωρικής επεξεργασίας) όπου οι αρμαθιές κρέμονταν από την οροφή με στόχο να βελτιωθεί η ποιότητα τους μέχρι και το στάδιο της συσκευασίας (Θωμαϊδου,2007).

  • Δεματοποίηση-Αποθήκευση: Η διαδικασία της δεματοποίησης περιελάμβανε το κατέβασμα των αρμαθιών από το ταβάνι του καπνόσπιτου και το παστάλιασμα τους: Είναι η διαδικασία όπου το ένα φύλλο μπαίνει πάνω στο άλλο, με απόλυτη ταύτιση του μίσχου και της κορυφής τους, έτσι ώστε να δημιουργηθούν δέματα καπνού. Περίπου 40 φύλλα δημιουργούν ένα “παστάλι” (Θωμαϊδου, 2007). Η χωρική επεξεργασία αφορούσε την διαδικασία κατά την οποία τα έτοιμα παστάλια τοποθετούνταν σε ξύλινο σεντούκι καλλυμένο με τσούλι (ύφασμα παραπλήσιο της λινάτσας) με τους μίσχους να βρίσκονται στις εξωτερικές πλευρές του κουτιού. Αυτό συνέβαλλε στην μετέπειτα διαδικασία ελέγχου της ποιότητας των καπνών από τους εμπόρους ή τους μεσάζοντες όταν το δέμα είχε φτάσει πια στις καπναποθήκες. Τα παστάλια πιέζονταν από σιδερένιους πήχεις, το τσούλι ράβονταν από άκρη σε άκρη και το σεντούκι αφαιρούνταν για να δώσει ένα δέμα βάρους περίπου 25 κιλών. (Φλεβάρης, Ρεντεντζή, 2014). Τα δέματα αυτά αποθηκεύονταν στις καπναποθήκες με ιδιαίτερη προσοχή και κάτω από αυστηρές συνθήκες: αφού είχε εξασφαλιστεί η σωστή ροή αέρα μέσα στον χώρο ώστε τα φύλλα να αερίζονται επαρκώς και να συγκρατούν την υγρασία τους για να μην στεγνώσουν, μουχλιάσουν ή σπάσουν. Εξαιρετικά σημαντικές ήταν και οι συνθήκες φωτός που επικρατούσαν στις αποθήκες. Επιπλέον, σε κάθε δέμα υπήρχε και η ανάλογη σήμανση με το αριθμό παραγωγής της παρτίδας.

  • Σχετικά τώρα με την εμπορική επεξεργασία, τα δέματα μεταφέρονταν στις καπναποθήκες για να αποθηκευτούν στους χαμηλούς ορόφους. Εκεί γινόταν το ξεκαθάρισμα της παρτίδας από χώμα και φερτά υλικά, καθοριστικό για τα επίπεδα υγρασίας της. Τα δέματα μεταφέρονταν στα κρεβάτια συντήρησης, ενώ όσα διέθεταν ελλειπή υγρασία πήγαιναν στα υγραντήρια. Στην συνέχεια, γινόταν ο διαχωρισμός των φύλλων ανάλογα με την ποιότητα τους στα σαλόνια της καπναποθήκης (τους ψηλότερους δηλαδή ορόφους) από τον ουστάμπαση και τους ουστάδες. Η διαδικασία εξασφάλιζε την σωστή επεξεργασία των φύλλων καπνού ώστε να καταλήξουν στους ντεξίδες (συσκευαστές) οι οποίοι διαχώριζαν τελικά τα φύλλα. Οι πασταλτζίδες, τέλος, που αποτελούνταν συνήθως από γυναίκες εργάτριες, δεματοποιούσαν τα φύλλα για να πωληθούν (Κανέλλη,2014).

 

Η παραπάνω διαδικασία αφορά στην κλασσική εμπορική επεξεργασία η οποία όπως είναι φανερό απαιτούσε χρόνο αλλά και πλήθος εργατικού δυναμικού με αποτέλεσμα να είναι κοστοβόρα. Περίπου την δεκαετία του 1930, εισάγεται το σύστημα επεξεργασίας της τόγκας, ένα σύστημα που απαιτούσε λιγότερο χρόνο, απασχολούσε μικρότερο αριθμό εργατικού δυναμικού και κυρίως γυναίκες, αλλά παράλληλα υποβίβαζε και την ποιότητα του καπνού. Οι τογκατζούδες, εργάτριες με ελάχιστη εμπειρία, διαχώριζαν τα φύλλα καπνού σε ανοιχτόχρωμα, σκουρόχρωμα και θρυμματισμένα στο ανάλογο κουτί που είχαν μπροστά τους. Τα φύλλα τοποθετούνταν σε ξύλινα καλούπια, πρεσσάρονταν για να δημιουργήσουν τελικά συμπαγή δέματα 30 ως 40 κιλών.Τα προς αποθήκευση δέματα δεν καλύπτονται με τσούλι ολόγυρα παρά μόνο από τις δυο πλευρές τους. Η διαδικασία της τόγκας αποτελούσε μια πιο φθηνή και γρήγορη λύση επεξεργασίας καπνού, μειώνοντας σημαντικά τον χρόνο παραγωγής αλλά και το κόστος σε εργατικό δυναμικό. Επικράτησε από το 1933 και μετά, εγείροντας όμως σημαντικές αντιδράσεις και εξεγέρσεις στο καπνεργατικό κίνημα, καθώς προκάλεσε την απόλυση του μεγαλύτερου ποσοστού ανδρών εργατών. (Φλεβάρης, Ρετζεντή 2014).

 

Η εμπορική επεξεργασία ακολουθούσε τρία πρότυπα σύμφωνα με τους Φλεβάρη και Ρεντεντζή (2014). Αυτήν της Σμύρνης, αυτή της Καβάλας και αυτή της Σαμψούντας. Ο μοναδικός κοινός παρονομαστής ήταν το γεγονός ότι το κάθε δέμα έπρεπε να περιλαμβάνει παστάλια από το ίδιο χέρι, που χαρακτηρίζονται δηλαδή από την ίδια ποιότητα.

 

Το δέμα “τύπου Καβάλας” που θα μας απασχολήσει στην παρούσα έρευνα είχε ως στόχο την προβολή των καλύτερων χαρακτηριστικών της παρτίδας και πήρε την ονομασία του καθώς το συγκεκριμένο πρότυπο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε στην πόλη της Καβάλας. Η διαφοροποίηση του σε σχέση με τα υπόλοιπα πρότυπα έγκειται στο γεγονός ότι κατά την διάρκεια του πασταλιάσματος, στην πρώτη στρώση φύλλων τοποθετούνταν τα χωρίς ψεγάδια φύλλα, τα επονομαζόμενα “Yaldiz” (χρυσό πρόσωπο). Κατά αυτόν τον τρόπο, αναδεικνύονταν τα καλύτερα ποιοτικά φύλλα της παρτίδας, και αποφεύγονταν η επαφή του εμπόρου με φύλλα χτυπημένα ή κατώτερης ποιότητας. Διαφοροποιήσεις συναντάμε και όσον αφορά το δέμα αλλά και την τοποθέτηση των πασταλιών μέσα στο δέμα: τα καλύτερα ποιοτικά παστάλια τοποθετούνταν στο κέντρο της δεξιάς πλευράς του δέματος, ώστε να αναδειχθούν τα καλύτερα φύλλα στον μετέπειτα έλεγχο από τον ουστάμπαση(προϊστάμενο) ή τον έμπορο. Τα δέματα τοποθετούνταν σε χαμηλό καμπύλο τραπεζάκι (την βυζυτιέρα) για να ανοιχθεί ο δεξής σπάγκος και να ελεγχθεί η ποιότητα. Κατά αυτόν τον τρόπο, το “δέμα Καβάλας” προέβαλλε τα καλύτερα φύλλα του δέματος δίνοντας την εντύπωση της υψηλής ποιότητας φύλλων καπνού στο σύνολο του δέματος (Φλεβάρης, Ρεντεντζή, 2014).

bottom of page